περισαρκος

περισαρκος
    περίσαρκος
    περί-σαρκος
    2
    очень мясистый
    

(ἰσχία Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περισαρκος" в других словарях:

  • περίσαρκος — ον, Α πολύσαρκος, σαρκώδης, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. ά σαρκος, κατά σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • περίσαρκον — περίσαρκος surrounded with flesh masc/fem acc sg περίσαρκος surrounded with flesh neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισαρκότερα — περίσαρκος surrounded with flesh neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισαρκώ — όω, Α [περίσαρκος] περιβάλλω, περικαλύπτω με σάρκες από όλα τα σημεία …   Dictionary of Greek

  • σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»